- ακτιβισμός
- activism
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ακτιβισμός — Φιλοσοφική θεωρία που τοποθετεί ως θεμέλιο της ηθικής και ως απόλυτο κριτήριο της αξίας της την καταδήλωση της ζωτικής ενέργειας και τη θέληση για επιβολή και εξουσία. Έτσι, ο α. εκφράζει την τάση προς ανάπτυξη δραστηριότητας και τονίζει τη… … Dictionary of Greek
ακτιβισμός — ο (λ. λατιν.), φιλοσοφική άποψη συγγενική με τον πραγματισμό (βλ. λ.), από τον οποίο διαφέρει στο ότι αποδίνει και στην αλήθεια –κι όχι μόνο στη χρησιμότητα– αξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φίχτε, Γιόχαν Γκότλιμπ — (Fichte, Ραμενάου, Άνω Λουσατία 1762 – Βερολίνο 1814). Γερμανός φιλόσοφος. Δίδαξε φιλοσοφία στην Ιένα, στο Κένιξμπεργκ, στην Κοπεγχάγη και τέλος, από το 1810, στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Τα κυριότερα έργα του είναι: Θεμελιώδεις αρχές… … Dictionary of Greek